ξεκουράζω

ξεκουράζω
μετ. освежать, возвращать бодрость (кому-л.); снимать усталость (с кого-л.); давать отдых (кому-л.);

ξεκουράζομαι — отдыхать; — оправляться от усталости


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξεκουράζω" в других словарях:

  • ξεκουράζω — ξεκουράζω, ξεκούρασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεκουράζω — 1. κάνω κάποιον να μην αισθάνεται κούραση, αναπαύω («μια βόλτα στην εξοχή μέ ξεκουράζει») 2. (συν. το μέσ.) ξεκουράζομαι αναπαύομαι («κοιμήθηκα λίγο και ξεκουράστηκα») …   Dictionary of Greek

  • ξεκουράζω — ξεκούρασα, ξεκουράστηκα, ξεκουρασμένος, απαλλάσσω κάποιον από την κούραση, ανακουφίζω, αναπαύω: Λίγο ξάπλωμα με ξεκουράζει. – Πέθανε και ξεκουράστηκε ο άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλαγιάζω — 1. κάνω αλλαγή, μεταθέτω, μετατοπίζω (κυρίως αλλάζω τη στροφή βοδιών στο αλώνισμα για την ανακούφιση τού ακραίου, που μοχθεί περισσότερο) 2. ανακουφίζω, ξεκουράζω 3. αλλάζω τη θέση μου, μετατοπίζομαι και μτφ. ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… …   Dictionary of Greek

  • αναχαλώ — ἀναχαλῶ ( άω) (Α) 1. χαλαρώνω, μειώνω την ένταση 2. παραλύω, καταστρέφω 3. καταπραΰνω, ανακουφίζω 4. ξεκουράζω, παρέχω ανάπαυση …   Dictionary of Greek

  • αναψύχω — (Α ἀναψύχω) Ι. ενεργ. 1. ψυχραίνω, δροσίζω 2. ανακουφίζω, ξεκουράζω 3. παρηγορώ, ενθαρρύνω, διασκεδάζω κάποιον 4. (για πλοία) αφήνω στην ξηρά να στεγνώσουν II. παθ. ανακουφίζομαι, αναζωογονούμαι, δροσίζομαι …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεκουραστικός — ή, ό [ξεκουράζω] αυτός που επιφέρει ξεκούραση, ανάπαυση …   Dictionary of Greek

  • ξεκούρασμα — το το αποτέλεσμα τού ξεκουράζω, η ξεκούραση …   Dictionary of Greek

  • ξεκούραστος — η, ο [ξεκουράζω] 1. αυτός που ανέλαβε από την κούραση, αυτός που ξεκουράστηκε («μετά από μια ώρα ύπνου νιώθω ξεκούραστος») 2. αυτός που γίνεται άκοπα, χωρίς κούραση ή αυτός που δεν προκαλεί κούραση (α. «ξεκούραστη δουλειά» β. «ξεκούραστα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»